- κλισία
- κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α)1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ.β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες»)3. (κατ' επέκτ.) τάφος4. συγκέντρωση, συνάντηση («δήμων κλισίη»)5. παρεκκλήσιο («ἡ κλισίη ἡ ἱερά»)6. είδος ανακλίντρου («κλισίαν δινωτήν ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ», Ομ. Οδ.)7. ανάκλιντρο το οποίο χρησίμευε ως θέση δειπνούντων (α. «ὦ ξυνὴν εἶχον ἐγὼ κλισίην», Καλλ.β. «κλισίαν ἄτιμον», Πλούτ.)8. ομάδα ανθρώπων που δειπνούν μαζί, συμπόσιο («εὐωχίαι τε καὶ κλισίαι», Ονήσανδρ.)9. τρόπος κατάκλισης («μετέβαλεν τὸ σχῆμα τῆς κλισίας, ὕπτιον ἀνεὶς ἑαυτόν, ὡς οὔτε προσὲχων οὔτε κατακούων», Πλούτ.)10. συζυγική κλίνη11. φρ. «Βάκχου κλισίαι» — οινοπωλεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο θ. κλῐ-τ- τού κλίνω (πρβλ. κλι-τός) + κατάλ. -ία με τροπή τού -τ- σε -σ- (πρβλ. ορει-βάτ-ης > ορει-βασ-ία. Από το ίδιο θ. με κατάλ. -ιον παράγεται και το κλίσ-ιον)].
Dictionary of Greek. 2013.